Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειοεγκεφαλοπάθεια οι λειοεγκεφαλοπάθειες
      γενική της λειοεγκεφαλοπάθειας των λειοεγκεφαλοπαθειών
    αιτιατική τη λειοεγκεφαλοπάθεια τις λειοεγκεφαλοπάθειες
     κλητική λειοεγκεφαλοπάθεια λειοεγκεφαλοπάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειοεγκεφαλοπάθεια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λειοεγκεφαλοπάθεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία