λεημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεημοσύνη < ελεημοσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεημοσύνη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) ελεημοσύνη
- Λεημοσύνη γυρεύει ο άνθρωπος. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεημοσύνη
|