Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεημοσύνη οι λεημοσύνες
      γενική της λεημοσύνης των λεημοσυνών
    αιτιατική τη λεημοσύνη τις λεημοσύνες
     κλητική λεημοσύνη λεημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεημοσύνη < ελεημοσύνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεημοσύνη θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) ελεημοσύνη
    Λεημοσύνη γυρεύει ο άνθρωπος. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία