Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεβητοποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λεβητοποι
ός
οι
λεβητοποι
οί
γενική
του
λεβητοποι
ού
των
λεβητοποι
ών
αιτιατική
τον
λεβητοποι
ό
τους
λεβητοποι
ούς
κλητική
λεβητοποι
έ
λεβητοποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεβητοποιός
<
λέβητ(ος)
+
-ο-
+
-ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεβητοποιός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) τεχνίτης που κατασκευάζει
λέβητες
(καζάνια)
Συνώνυμα
επεξεργασία
καζαντζής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεβητοποιός