λεβάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεβάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική lev(are) + -άρω < λατινική levare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος levo < levis < πρωτοϊταλική *leχwī < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lengʷʰ- (ελαφρύς)
Ρήμα
επεξεργασίαλεβάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) τραβώ το παλαμάρι ή την αλυσίδα (και σέρνω κάποιο πλεούμενο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεβάρω
|