λαφυραγωγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαφυραγωγία < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαφυραγωγία θηλυκό
- η αρπαγή λαφύρων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαφυραγωγία
→ δείτε τη λέξη λαφυραγώγηση |