ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λατομεῖον τὰ λατομεῖ
      γενική τοῦ λατομείου τῶν λατομείων
      δοτική τῷ λατομεί τοῖς λατομείοις
    αιτιατική τὸ λατομεῖον τὰ λατομεῖ
     κλητική ! λατομεῖον λατομεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λατομείω
γεν-δοτ τοῖν  λατομείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λατομεῖον < λατόμ(ος) + -εῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λατομεῖον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία