λαπαροτομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαπαροτομία < αρχαία ελληνική λαπάρα + τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαπαροτομία θηλυκό
- χειρουργική επέμβαση στην κοιλιακή χώρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαπαροτομία
|
λαπαροτομία θηλυκό
|