Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαουτέρης οι λαουτέρηδες
      γενική του λαουτέρη των λαουτέρηδων
    αιτιατική τον λαουτέρη τους λαουτέρηδες
     κλητική λαουτέρη λαουτέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαουτέρης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαουτέρης αρσενικό

  1. ο παίκτης του λαούτου, ο λαουτιέρης
    Κι αμέσως με το βιολιτζή και με το λαουτέρη, / Και μ᾿ έναν πιφιρτζή, / Για το βιλούχι κίναγαν ... (Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ο Μπαταριάς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία