λακωνικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λακωνικότης | αἱ | λακωνικότητες | ||||
γενική | τῆς | λακωνικότητος | τῶν | λακωνικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | λακωνικότητι | ταῖς | λακωνικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λακωνικότητα | τὰς | λακωνικότητας | ||||
κλητική ὦ! | λακωνικότης | λακωνικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λακωνικότης (μαρτυρείται από το 1887) [1] < λακωνικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλακωνικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Λακωνικότης, σελ. 591, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου