λαθραπόβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαθραπόβαση | οι | λαθραποβάσεις |
γενική | της | λαθραπόβασης* | των | λαθραποβάσεων |
αιτιατική | τη | λαθραπόβαση | τις | λαθραποβάσεις |
κλητική | λαθραπόβαση | λαθραποβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαθραποβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαθραπόβαση θηλυκό
- παράνομη αποβίβαση από πλοίο επιβατών χωρίς άδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθραπόβαση
|