↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθραπόβαση οι λαθραποβάσεις
      γενική της λαθραπόβασης* των λαθραποβάσεων
    αιτιατική τη λαθραπόβαση τις λαθραποβάσεις
     κλητική λαθραπόβαση λαθραποβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαθραποβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθραπόβαση < λαθρ- + απόβαση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαθραπόβαση θηλυκό

  • παράνομη αποβίβαση από πλοίο επιβατών χωρίς άδεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία