Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαθρανασκαφή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λαθρανασκαφ
ή
οι
λαθρανασκαφ
ές
γενική
της
λαθρανασκαφ
ής
των
λαθρανασκαφ
ών
αιτιατική
τη
λαθρανασκαφ
ή
τις
λαθρανασκαφ
ές
κλητική
λαθρανασκαφ
ή
λαθρανασκαφ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαθρανασκαφή
<
λαθρο-
+
ανασκαφή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαθρανασκαφή
θηλυκό
παράνομη
ανασκαφή
προς εύρεση και εμπορία αρχαιοτήτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαθρανασκαφή