↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδολιά οι λαδολιές
      γενική της λαδολιάς των λαδολιών
    αιτιατική τη λαδολιά τις λαδολιές
     κλητική λαδολιά λαδολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαδολιά < λαδοελιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαδολιά θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία