Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδολέμονο τα λαδολέμονα
      γενική του λαδολέμονου των λαδολέμονων
    αιτιατική το λαδολέμονο τα λαδολέμονα
     κλητική λαδολέμονο λαδολέμονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαδολέμονο < λάδι + λεμόνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαδολέμονο ουδέτερο

  • μείγμα από λάδι και λεμόνι με το οποίο συνήθως περιχύνουμε το ψητό κρέας ή ψάρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία