Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαδολέμονο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λαδολέμον
ο
τα
λαδολέμον
α
γενική
του
λαδολέμον
ου
των
λαδολέμον
ων
αιτιατική
το
λαδολέμον
ο
τα
λαδολέμον
α
κλητική
λαδολέμον
ο
λαδολέμον
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαδολέμονο
<
λάδι
+
λεμόνι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαδολέμονο
ουδέτερο
μείγμα από
λάδι
και
λεμόνι
με το οποίο συνήθως περιχύνουμε το ψητό κρέας ή ψάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαδολέμονο