Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαδεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λαδεμπόρι
ο
τα
λαδεμπόρι
α
γενική
του
λαδεμπορί
ου
&
λαδεμπόρι
ου
των
λαδεμπορί
ων
αιτιατική
το
λαδεμπόρι
ο
τα
λαδεμπόρι
α
κλητική
λαδεμπόρι
ο
λαδεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαδεμπόριο
<
λάδ(ι)
+
-εμπόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαδεμπόριο
ουδέτερο
(
οικονομία
): γενικά το εμπόριο λαδιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαδεμπόριο