↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαγνουργία οι λαγνουργίες
      γενική της λαγνουργίας των λαγνουργιών
    αιτιατική τη λαγνουργία τις λαγνουργίες
     κλητική λαγνουργία λαγνουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαγνουργία < λαγνεία + -ουργία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαγνουργία θηλυκό

  • πράξεις λαγνείας
    ※  Η αορατότητα θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει και σε άλλες δραστηριότητες. Για παράδειγα, ως τέλειο κάλυμα για να επιδοθώ σε κάθε είδος λαγνουργία και σεξουαλική ασυδοσία. (Φώτης Δούσος, Χίμαιρα, Εκδόσεις Σαΐτα, 1936, σελ. 24)
    ※  Συνάντηση και λαγνουργία μεταξύ τού ποιητού και μιάς μυστηριώδους μελανειμονούσας (Ανδρέας Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός, 1945 - 1951)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία