λήστευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λήστευση | οι | ληστεύσεις |
γενική | της | λήστευσης* | των | ληστεύσεων |
αιτιατική | τη | λήστευση | τις | ληστεύσεις |
κλητική | λήστευση | ληστεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ληστεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λήστευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λήστευση θηλυκό
- η ενέργεια του ληστεύω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λήστευση
|