λέσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέσκα | οι | λέσκες |
γενική | της | λέσκας | — | |
αιτιατική | τη | λέσκα | τις | λέσκες |
κλητική | λέσκα | λέσκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λέσκα < Η λέξη προέρχεται από την Κρήτη, πιθανώς από την περιοχή των Χανίων
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλέσκα θηλυκό
- - Αγρίμια κι αγριμάκια μου
- λάφια μου μερωμένα,
- πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
- πού'ναι τα χειμαδιά σας;
- - Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας,
- λέσκες τα χειμαδιά μας,
- τα σπηλιαράκια του βουνού
- είναι τα γονικά μας.
- (ριζίτικο)
- Έχεις και λέσκες και σπηλιές, πανίδα και χλωρίδα
- τέτοια μεγάλη ομορφιά λίγες φορές την είδα
- Από ποίημα αγνώστου
Μεταφράσεις
επεξεργασία λέσκα
|