Δείτε επίσης: Λέσκα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέσκα οι λέσκες
      γενική της λέσκας
    αιτιατική τη λέσκα τις λέσκες
     κλητική λέσκα λέσκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέσκα < Η λέξη προέρχεται από την Κρήτη, πιθανώς από την περιοχή των Χανίων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈle.ska/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λέσκα θηλυκό

  • (κρητικά) στενή και απότομη ρεματιά σε ορεινή τοποθεσία ή άλλο απόκρημνο μέρος
- Αγρίμια κι αγριμάκια μου
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
πού'ναι τα χειμαδιά σας;
- Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.
(ριζίτικο)
Έχεις και λέσκες και σπηλιές, πανίδα και χλωρίδα
τέτοια μεγάλη ομορφιά λίγες φορές την είδα
Από ποίημα αγνώστου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία