λάιτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λάιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική light (ελαφρύς)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλάιτ άκλιτο
- (για φαγητά και ποτά) που έχει λίγες θερμίδες ή λίγα λιπαρά
- (κατ’ επέκταση) ελαφρύς, μη παχυντικός
- (για αλκοολούχα ποτά) που έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα
- (γενικότερα) καθετί χωρίς βάθος και ποιότητα