Ετυμολογία

επεξεργασία
λάιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική light (ελαφρύς)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlai̯t/ (ως μονοσύλλαβο)
ΔΦΑ : /ˈla.it/

  Επίθετο

επεξεργασία

λάιτ άκλιτο

  1. (για φαγητά και ποτά) που έχει λίγες θερμίδες ή λίγα λιπαρά
  2. (κατ’ επέκταση) ελαφρύς, μη παχυντικός
  3. (για αλκοολούχα ποτά) που έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα
  4. (γενικότερα) καθετί χωρίς βάθος και ποιότητα
     συνώνυμα: επιφανειακός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία