κύλισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κύλισῐς | αἱ | κυλίσεις |
γενική | τῆς | κυλίσεως | τῶν | κυλίσεων |
δοτική | τῇ | κυλίσει | ταῖς | κυλίσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κύλισῐν | τὰς | κυλίσεις |
κλητική ὦ! | κύλισῐ | κυλίσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυλίσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυλισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακύλισις, -εως θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κύλισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.