Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωμωδοποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κωμωδοποι
ός
οι
κωμωδοποι
οί
γενική
του
κωμωδοποι
ού
των
κωμωδοποι
ών
αιτιατική
τον
κωμωδοποι
ό
τους
κωμωδοποι
ούς
κλητική
κωμωδοποι
έ
κωμωδοποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κωμωδοποιός
<
κωμωδ(ία)
+
-ο-
+
-ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κωμωδοποιός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που γράφει κωμωδίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωμωδοποιός