κωλοέλληνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωλοέλληνας < κωλο- + Έλληνας (λέξη ιδιαίτερα γνωστή μετά τη χρήση του από τον τραγουδιστή Διονύση Σαββόπουλο, το 1989 στο άλμπουμ «Το κούρεμα», στον τίτλο του τραγουδιού: «Κωλοέλληνες»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωλοέλληνας αρσενικό (θηλυκό κωλοελληνίδα)
- υποτιμητικός χαρακτηρισμός Έλληνα
- ※ Είμαστε και καλοί Έλληνες, είμαστε και κωλοέλληνες. Ο κωλοέλληνας υπάρχει μέσα μας. Αν πετάξω ένα τσιγάρο έξω από το μπαλκόνι, τι είμαι; Αν πάω στο κυλικείο του σινεμά αφηρημένος και δεν δω την ουρά και την προσπεράσω, τι είμαι; (Διονύσης Σαββόπουλος, «Υπάρχει ο κωλοέλληνας μέσα μας» [1], athenstimeout, από συνέντευξη του Δ. Σαββόπουλου στο περιοδικό Εγώ)
- ※ Άρθρο φωτιά: Κωλοέλληνες και Κωλοελληνίδες - Επείγομαι να καταλάβω, πάμε τόσο καταδιαόλου; ([2])
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κωλοέλληνας
|