κωδίκευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωδίκευση | οι | κωδικεύσεις |
γενική | της | κωδίκευσης* | των | κωδικεύσεων |
αιτιατική | την | κωδίκευση | τις | κωδικεύσεις |
κλητική | κωδίκευση | κωδικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κωδικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωδίκευση (el) θηλυκό