κωδίκελος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κωδίκελος | οι | κωδίκελοι |
γενική | του | κωδίκελου & κωδικέλου |
των | κωδίκελων & κωδικέλων |
αιτιατική | τον | κωδίκελο | τους | κωδίκελους & κωδικέλους |
κλητική | κωδίκελε | κωδίκελοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωδίκελος αρσενικό