Ετυμολογία

επεξεργασία
κυπατζής < ΚΥΠ + -τζής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυπατζής οι κυπατζήδες
      γενική του κυπατζή των κυπατζήδων
    αιτιατική τον κυπατζή τους κυπατζήδες
     κλητική κυπατζή κυπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κυπατζής αρσενικό
  • στρατιωτικός ή πολιτικός υπάλληλος, η συνεργάτης στην κρατική υπηρεσία πληροφοριών,

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • συνεχίζεται η χρήση της λέξης και σήμερα παρότι ο τίτλος της υπηρεσίας έχει αλλάξει από ΚΥΠ σε ΕΥΠ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία