κυάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυάλι | τα | κυάλια |
γενική | του | κυαλιού | των | κυαλιών |
αιτιατική | το | κυάλι | τα | κυάλια |
κλητική | κυάλι | κυάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυάλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυάλι ουδέτερο
- το κιάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυάλι
|