κτηνολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κτηνολογία | οι | κτηνολογίες |
γενική | της | κτηνολογίας | των | κτηνολογιών |
αιτιατική | την | κτηνολογία | τις | κτηνολογίες |
κλητική | κτηνολογία | κτηνολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακτηνολογία θηλυκό
- (παρωχημένο) η ζωολογία