Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρυουλιάρης οι κρυουλιάρηδες
      γενική του κρυουλιάρη των κρυουλιάρηδων
    αιτιατική τον κρυουλιάρη τους κρυουλιάρηδες
     κλητική κρυουλιάρη κρυουλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ο κρυουλιάρης (el) αρσενικό, ενικός
η κρυουλιάρα (el) θηλυκό, ενικός

  • αυτός που κρυώνει εύκολα, αυτός που νοιώθει κρύο εύκολα, ψυχροευαίσθητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία