Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρουνέλιασμα τα κρουνελιάσματα
      γενική του κρουνελιάσματος των κρουνελιασμάτων
    αιτιατική το κρουνέλιασμα τα κρουνελιάσματα
     κλητική κρουνέλιασμα κρουνελιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρουνέλιασμα < κρουνελιά(ζω) + -σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρουνέλιασμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία