κρομμυδόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρομμυδόσουπα | οι | κρομμυδόσουπες |
γενική | της | κρομμυδόσουπας | — | |
αιτιατική | την | κρομμυδόσουπα | τις | κρομμυδόσουπες |
κλητική | κρομμυδόσουπα | κρομμυδόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρομμυδόσουπα < κρομμύδ(ι) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρομμυδόσουπα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρομμυδόσουπα
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με μυδόσουπα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)