κρισιμότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρισιμότης | αἱ | κρισιμότητες | ||||
γενική | τῆς | κρισιμότητος | τῶν | κρισιμοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | κρισιμότητι | ταῖς | κρισιμότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κρισιμότητα | τὰς | κρισιμότητας | ||||
κλητική ὦ! | κρισιμότης | κρισιμότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρισιμότης (μαρτυρείται από το 1833) [1] < κρίσιμ(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρισιμότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1833, Ελληνικοί κώδικες σελ. 573, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου