Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρηνίς αἱ κρηνῖδες
κρηνίδες
      γενική τῆς κρηνῖδος
κρηνίδος
τῶν κρηνίδων
      δοτική τῇ κρηνῖδ
κρηνίδ
ταῖς κρηνῖσῐ(ν)
κρηνίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κρηνῖδ
κρηνίδ
τὰς κρηνῖδᾰς
κρηνίδᾰς
     κλητική ! κρηνίς* κρηνῖδες
κρηνίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρηνῖδε & κρηνίδε
γεν-δοτ τοῖν  κρηνίδοιν
Εξαίρεση: και με μακρό και με βραχύ γιώτα στο θέμα.

* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «καρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρηνίς < κρήν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρηνίς, -ῖδος/-ίδος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κρήνη

  Πηγές επεξεργασία