Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρεμμυδοσαλάτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κρεμμυδοσαλάτ
α
οι
κρεμμυδοσαλάτ
ες
γενική
της
κρεμμυδοσαλάτ
ας
των
κρεμμυδοσαλατ
ών
αιτιατική
την
κρεμμυδοσαλάτ
α
τις
κρεμμυδοσαλάτ
ες
κλητική
κρεμμυδοσαλάτ
α
κρεμμυδοσαλάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρεμμυδοσαλάτα
<
κρεμμύδια
+
σαλάτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρεμμυδοσαλάτα
θηλυκό
(
γαστρονομία
): σαλάτα με κύριο συστατικό
κρεμμύδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρεμμυδοσαλάτα