Δείτε επίσης: Κούτικας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κούτικας οι κούτικες
      γενική του κούτικα των κουτίκων
    αιτιατική τον κούτικα τους κούτικες
     κλητική κούτικα κούτικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κούτικας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούτικας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αυχέναςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κούτικας and κούτιπας, the back part of the head», Evangelinus Apostolides Sophocles, A Romaic Grammar: Accompanied by a Chrestomathy, with a Vocabulary, εκδ. H. Huntington, jun., 1842, σελ. 225 [1]