↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικούτικας οι αντικούτικες
      γενική του αντικούτικα των αντικουτίκων
    αιτιατική τον αντικούτικα τους αντικούτικες
     κλητική αντικούτικα αντικούτικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικούτικας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντικούτικας αρσενικό

  • (σπάνιο) αυχένας
    ※  Έλα, Λουλιώ μου... άνοιξε το στόμα σου… μη σφίγγεις τα δόδια σου... πιε το μονοτάρους [26]... να σου τρίψω τσαι τον αντικούτικα [27]... [26] μονοτάρους| μεμιάς, μονομιάς [27] αντικούτικας| αυχένας (Δημήτριος Α. Κορομηλάς, Η σύζυγος του Μισσέρ Τζαννή, Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου, έτος 7ο του έτους 1892 [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

αντικούτικαςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας