Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτσούνα οι κουτσούνες
      γενική της κουτσούνας
    αιτιατική την κουτσούνα τις κουτσούνες
     κλητική κουτσούνα κουτσούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτσούνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτσούνα θηλυκό

  1. κούκλα
  2. το φυτό σκέλλα η παράλιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία