Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτρουβάλα οι κουτρουβάλες
      γενική της κουτρουβάλας
    αιτιατική την κουτρουβάλα τις κουτρουβάλες
     κλητική κουτρουβάλα κουτρουβάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτρουβάλα < κουτρουβαλώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτρουβάλα θηλυκό

  1. το εσκεμμένο ή από ατύχημα πέσιμο που συνεχίζεται με μία τουλάχιστον τούμπα

  Επίρρημα επεξεργασία

κουτρουβάλα

  1. με κουτρουβάλες, κουτρουβαλώντας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία