Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρσάρα οι κουρσάρες
      γενική της κουρσάρας
    αιτιατική την κουρσάρα τις κουρσάρες
     κλητική κουρσάρα κουρσάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρσάρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρσάρα θηλυκό

  • μεγάλο ή γρήγορο ή πολυτελές ή γενικότερα πολύ καλό αυτοκίνητο

  Μεταφράσεις επεξεργασία