κουρκουμέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρκουμέλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρκουμέλα θηλυκό
- (βοτανική) (ιδιωματικό): η κολλώδης ουσία που εκκρίνουν διάφορα ξυλώδη φυτά στον κορμό τους μετά από κοπή ή ρηγμάτωση
- το κόμμι της ακακίας, της αμυγδαλιάς κ.ά.
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρκουμέλα
|