↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρκουμέλα οι κουρκουμέλες
      γενική της κουρκουμέλας των κουρκουμελών
    αιτιατική την κουρκουμέλα τις κουρκουμέλες
     κλητική κουρκουμέλα κουρκουμέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρκουμέλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουρκουμέλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία