κουμπούρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουμπούρας | οι | κουμπούρες |
γενική | του | κουμπούρα | — | |
αιτιατική | τον | κουμπούρα | τους | κουμπούρες |
κλητική | κουμπούρα | κουμπούρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουμπούρας < κουμπούρ(α) + -ας. Δείτε και -ούρας.
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουμπούρας αρσενικό
- (λαϊκότροπο, μειωτικό) μαθητής που δεν μαθαίνει εύκολα, κακός μαθητής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουμπούρας
|