κουλουρατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουλουρατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) γενικά ο πλανόδιος πωλητής κουλουριών (τύπου Θεσσαλονίκης)
- ειδικότερα ο πρόχειρα εγκατεστημένος σε πεζοδρόμιο πωλητής κουλουριών
Συνώνυμα
επεξεργασία- * κουλουρτζής
- * κουλουριτζής
- * κουλούριας (με χρήση περισσότερο σκωπτική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουλουρατζής
|