↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουλουρατζής οι κουλουρατζήδες
      γενική του κουλουρατζή των κουλουρατζήδων
    αιτιατική τον κουλουρατζή τους κουλουρατζήδες
     κλητική κουλουρατζή κουλουρατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλουρατζής < κουλούρια + -τζής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουλουρατζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) γενικά ο πλανόδιος πωλητής κουλουριών (τύπου Θεσσαλονίκης)
  2. ειδικότερα ο πρόχειρα εγκατεστημένος σε πεζοδρόμιο πωλητής κουλουριών

Συνώνυμα

επεξεργασία
* κουλουρτζής
* κουλουριτζής
* κουλούριας (με χρήση περισσότερο σκωπτική)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία