Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουιντέτο τα κουιντέτα
      γενική του κουιντέτου των κουιντέτων
    αιτιατική το κουιντέτο τα κουιντέτα
     κλητική κουιντέτο κουιντέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουιντέτο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουιντέτο ουδέτερο

  • (μουσική)
    1. συγκρότημα πέντε μουσικών που εκτελούν μαζί μια σύνθεση
    2. έργο γραμμένο για πέντε όργανα

  Μεταφράσεις επεξεργασία