Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοσμοφόρος οἱ κοσμοφόροι
      γενική τοῦ κοσμοφόρου τῶν κοσμοφόρων
      δοτική τῷ κοσμοφόρ τοῖς κοσμοφόροις
    αιτιατική τὸν κοσμοφόρον τοὺς κοσμοφόρους
     κλητική ! κοσμοφόρε κοσμοφόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοσμοφόρω
γεν-δοτ τοῖν  κοσμοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοφόρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοφόρος, -ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία