κοσμοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοσμοφόρος | οἱ | κοσμοφόροι |
γενική | τοῦ | κοσμοφόρου | τῶν | κοσμοφόρων |
δοτική | τῷ | κοσμοφόρῳ | τοῖς | κοσμοφόροις |
αιτιατική | τὸν | κοσμοφόρον | τοὺς | κοσμοφόρους |
κλητική ὦ! | κοσμοφόρε | κοσμοφόροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοσμοφόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοσμοφόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοσμοφόρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμοφόρος, -ου αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή)
- αυτός που κρατούσε τα κοσμήματα κατά την διάρκεια θρησκευτικών τελετών
- (αρχιτεκτονική) δικοσμητική ζωοφόρος
Πηγές
επεξεργασία- κοσμοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.