κομματοσκυλίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομματοσκυλίαση | οι | κομματοσκυλιάσεις |
γενική | της | κομματοσκυλίασης* | των | κομματοσκυλιάσεων |
αιτιατική | την | κομματοσκυλίαση | τις | κομματοσκυλιάσεις |
κλητική | κομματοσκυλίαση | κομματοσκυλιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κομματοσκυλιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομματοσκυλίαση < κομματόσκυλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομματοσκυλίαση θηλυκό
- (νεολογισμός, σπάνιο) η συμπεριφορά ή η κατάσταση του κομματόσκυλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομματοσκυλίαση
|