κολπεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολπεκτομή < κολπ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολπεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση μέρους ή όλου του γυναικείου κόλπου για αντιμετώπιση ιατρικών προβλημάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολπεκτομή
|