κολλαγόνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολλαγόνωση | οι | κολλαγονώσεις |
γενική | της | κολλαγόνωσης* | των | κολλαγονώσεων |
αιτιατική | την | κολλαγόνωση | τις | κολλαγονώσεις |
κλητική | κολλαγόνωση | κολλαγονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολλαγονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακολλαγόνωση θηλυκό
- (ιατρική) ινωδοειδής αλλοίωση του κολλαγόνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία κολλαγόνωση
|