κολλέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολλέτα | οι | κολλέτες |
γενική | της | κολλέτας | των | κολλετών |
αιτιατική | την | κολλέτα | τις | κολλέτες |
κλητική | κολλέτα | κολλέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολλέτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολλέτα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολλέτα
|