Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινοβίωση οι κοινοβιώσεις
      γενική της κοινοβίωσης* των κοινοβιώσεων
    αιτιατική την κοινοβίωση τις κοινοβιώσεις
     κλητική κοινοβίωση κοινοβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοινοβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινοβίωση < κοινο- (< κοινός) + βίωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινοβίωση θηλυκό

  • η από κοινού διαβίωση πολλών ανθρώπων ή οργανισμών στον ίδιο χώρο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία