• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κλῆθρος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Πηγές

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁ κλῆθρος οἱ κλῆθροι
      γενική τοῦ κλήθρου τῶν κλήθρων
      δοτική τῷ κλήθρῳ τοῖς κλήθροις
    αιτιατική τὸν κλῆθρον τοὺς κλήθρους
     κλητική ὦ! κλῆθρε κλῆθροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλήθρω
γεν-δοτ τοῖν  κλήθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κλῆθρος < κλήθρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κλῆθρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (φυτό) το σκλήθρο

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • «κλῆθρος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κλῆθρος&oldid=5641144"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 02:39
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 02:39.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie