Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωστούλα οι κλωστούλες
      γενική της κλωστούλας
    αιτιατική την κλωστούλα τις κλωστούλες
     κλητική κλωστούλα κλωστούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλωστούλα < κλωστ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλωστούλα θηλυκό

  1. πολύ λεπτή κλωστή
  2. μικρό κομμάτι από κλωστή

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία