Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλειθροποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κλειθροποι
ός
οι
κλειθροποι
οί
γενική
του
κλειθροποι
ού
των
κλειθροποι
ών
αιτιατική
τον
κλειθροποι
ό
τους
κλειθροποι
ούς
κλητική
κλειθροποι
έ
κλειθροποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλειθροποιός
<
κλείθρο
+
-ποιός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kli.θɾo.piˈos
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλειθροποιός
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
)
κλειδαράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλειθροποιός